περιτρέχει

περιτρέχει
περιτρέχω
run round and round
pres ind mp 2nd sg
περιτρέχω
run round and round
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • обиристати — ОБИРИ|СТАТИ (1*), ЩОУ, ЩЕТЬ гл. Осмотреть, обследовать. Перен.: дождь и бездождь(е) и дх҃мъ движенье ино таковое не ѿверже. но при˫а(т) на б҃а взложь. а еже окружье ѡбирищеть. ˫аже и подъ нб҃семь подвизающа˫асѧ и без начала пщевати видимое мира.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • обиходити — ОБИХО|ДИТИ (31), ЖОУ, ДИТЬ гл. 1. Обходить (обойти), проходить (пройти): имѣ˫аше же обычаи сиць великыи о҃ць нашь ѳеѡдосии... ˫ако же по всѧ нощи обиходити ѥмѹ келиѣ мниховы вьсѣ. хотѧ ѹвѣдѣти когождо ихъ како житиѥ. ЖФП XII, 38г; въньгда же сѧ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • обътицати — ОБЪТИЦА|ТИ (2*), Ю, ѤТЬ гл. 1.Проходить, обходить вокруг: посла ихъ во всѧ ˫азыкы... сѣверны˫а же и ѹжны˫а ѡбтицати. || страны повелѣнную имъ исполнѧюще заповѣдь. (διαϑέειν) ЖВИ XIV–XV, 3а–б. 2. Перен. Окружать, охватывать: ре(ч) бо ап(с)лъ миръ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αμφίδρομος — η, ο (Α ἀμφίδρομος, ον) αυτός που τρέχει ή απλώς κινείται προς κάποια κατεύθυνση και γυρίζει πάλι πίσω αρχ. 1. αυτός που υπόκειται σε συνεχή παλίρροια 2. αυτός που περιτρέχει, που περιδινείται κυκλικά 3. (για πορθμούς) αυτός που έχει λιμάνι και… …   Dictionary of Greek

  • ορειφοίτης — ὀρειφοίτης και ὀροιφοίτης, ὁ (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ἐν ὄρει φοιτῶν», αυτός που συχνάζει στα όρη, που περιτρέχει τα όρη («ὀρειφοίτης Διόνυσος», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀροι (βλ. λ. όρος [II]) + φοίτης (< φοιτῶ «συχνάζω»), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • περίδρομος — (I) ο, ΝΜΑ στοά ή δίοδος γύρω από έναν χώρο ή γύρω από ένα οικοδόμημα («ἐποίησε ἐπὶ τῶν οἰκημάτων περιδρόμους καὶ ἐπάλξεις», Ξεν.) νεοελλ. 1. παρωνυχία, φλεγμονή τής δερματικής πτυχής που περιβάλλει το νύχι 2. ισχυρός σπασμωδικός πόνος τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”